πλουτοδότης

πλουτοδότης
πλουτο-δότης, ου, ,
A giver of riches, Hes.Op.126;

θεός Ph. 1.232

;

ἥρωνι π. Arch.Anz.45.147

([place name] Chios); epith. of Dionysus, Poet. ap.Sch.Ar.Ra.482; of Zeus, Orph.H.73.4; of Zeus-Helios-Sarapis, Not.Scav.1912.323; of Pluto, Luc.Tim.21:—in form [suff] πλουτο-δώτης, ου, , epith. of Men, BCH23.389.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πλουτοδότης — giver of riches masc nom sg πλουτοδοτέω enrich imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλουτοδότης — ο, ΝΜΑ, θηλ. πλουτοδότρα Ν, και πλουτοδώτης, ο, Α αυτός που παρέχει πλούτο, που χαρίζει αγαθά αρχ. 1. προσωνυμία τού Διονύσου 2. προσωνυμία τού Διός 3. προσωνυμία τού ΗλίουΣαράπιδος 4. προσωνυμία τού Πλούτωνος 5. (και στον τ. πλουτοδώτης)… …   Dictionary of Greek

  • πλουτοδότης — ο θηλ. τρα αυτός που δίνει πλούτη, πλούσια αγαθά: Η πλουτοδότρα κόρη του Δία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλουτοδόται — πλουτοδότης giver of riches masc nom/voc pl πλουτοδότᾱͅ , πλουτοδότης giver of riches masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλουτοδοτῆρα — πλουτοδότης giver of riches masc acc sg πλουτοδοτήρ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλουτοδοτῶν — πλουτοδότης giver of riches masc gen pl πλουτοδοτέω enrich pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλουτοδότην — πλουτοδότης giver of riches masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλουτοδότου — πλουτοδότης giver of riches masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλουτοδότῃ — πλουτοδότης giver of riches masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλουτοδότα — πλουτοδότᾱ , πλουτοδότης giver of riches masc nom/voc/acc dual πλουτοδότης giver of riches masc voc sg πλουτοδότᾱ , πλουτοδότης giver of riches masc gen sg (doric aeolic) πλουτοδότης giver of riches masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλουτοδότας — πλουτοδότᾱς , πλουτοδότης giver of riches masc acc pl πλουτοδότᾱς , πλουτοδότης giver of riches masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”